Η υστεροσκόπηση είναι μια επέμβαση που γίνεται για την καταγραφή της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ενδομήτρια κοιλότητα, το εσωτερικό δηλαδή της μήτρας.
Είναι μια μέθοδος που έχει απόλυτη ακρίβεια και αξιοπιστία, τόσο διαγνωστική όσο και θεραπευτική.
Δηλαδή, μπορεί ο θεράπων ιατρός, την ώρα που θα κάνει τη διάγνωση κάποιου προβλήματος να κάνει και κάποια θεραπευτική κίνηση ώστε να μην υπάρξει άλλο πρόβλημα.
Η μέθοδος ενδείκνυται για αιμορραγίες της μήτρας, για να βρεθεί τι είναι αυτό που τις προκαλεί ή σε περιπτώσεις βαριάς περιόδου.
Αυτά τα προβλήματα μπορεί να οφείλονται σε ορμονική ανισορροπία ή στην ύπαρξη ινομυωμάτων, δηλαδή καλοηθών όγκων , ή στην ύπαρξη πολυπόδων.
Δεν είναι λίγες οι φορές, που η υστεροσκόπηση φέρνει στην επιφάνεια προβλήματα από συμφύσεις από παλαιότερες επεμβάσεις, κυρίως όταν αυτές κάνουν αποφράξεις κοντά στις σάλπιγγες προκαλώντας μια επώδυνη περίοδο, ή μετεμηνορρυσιακή αιμορραγία.
Η υστεροσκόπηση ανιχνεύει τις αιμορραγίες της μήτρας, ή τα όποια προβλήματα παρουσιάζονται, όταν μια γυναίκα έχει συνεχείς αποβολές ή πόνο στην πυελική περιοχή.
Με υστεροσκόπηση αφαιρείται επίσης στο σπείραμα κατά της σύλληψης.
Παράλληλα, γίνεται έλεγχος του χώρου του τραχήλου της μήτρας, για να αποκλειστούν πολύποδες ή ουλές ή ινομυώματα ή συμφύσεις ή ακόμα και φλεγμονές.
Είναι από τις ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους, δεν προκαλούνται τομές και ράμματα και διαρκεί λίγα λεπτά.
Ο δε μετεγχειρητικός πόνος είναι από ελάχιστος έως αμελητέος.
Η γυναίκα επιστρέψει στις δραστηριότητές της την ίδια ημέρα ή την επομένη χωρίς άλλη ενόχληση.
Για να γίνει υστεροσκόπηση με ειδικά υγρά διαστέλλεται η ενδομήτρια κοιλότητα και ένα υστεροσκόπιο διαμέτρου από 3 ως 10 mm με γωνία έως 30 μοίρες ελέγχει το εσωτερικό της μήτρας.
Από εκεί μπαίνουν λεπτά εργαλεία που συνδέονται με μια πηγή ψυχρού φωτισμού, με ένα ειδικό καλώδιο οπτικών ινών για την ακριβέστερη λήψη της εικόνας.
Η εικόνα, έρχεται στην οθόνη ενός υπολογιστή και ο γιατρός κάνει τις απαραίτητες κινήσεις.
Άλλοτε καυτηριάζει και κόβει ένα ινομύωμα ή έναν πολύποδα ή με ένα μαχαιράκι διορθώνει τις συμφύσεις.
Η επεμβατική υστεροσκόπηση ή ηλεκτροδιαθερμία, ενδείκνυται και για περιπτώσεις καρκίνου του ενδομητρίου.
Είναι μια μέθοδος που υπερτερεί της υστεροσαλπιγγογραφίας και βοηθά στις δυσλειτουργικές μηνομητρορραγίες.
Οι επιπλοκές είναι εξαιρετικά σπάνιες αλλά όχι ανύπαρκτες και συνίστανται στους τραυματισμούς του τραχήλου, ή σε κάποια διάτρηση της μήτρας κυρίως εξαιτίας της τυφλής εισόδου του υστεροσκοπίου.
Οι πολύποδες κόβονται με ένα ψαλίδι λέιζερ και καυτηριάζεται η περιοχή για αποφυγή αιμορραγιών.
Σαν επέμβαση πολύ συχνά συνδυάζεται με την λαπαροσκόπηση, ειδικά όταν τα προβλήματα είναι σύνθετα.
Η διερεύνηση των όποιων προβλημάτων γίνεται γιατί υπάρχει συχνά πρόβλημα ή αιμορραγία ή πόνοι στην πυελική χώρα, αλλά κυρίως πρόβλημα υπογονιμότητας και κατ’ επέκταση δυσκολία στη σύλληψη και την κυοφορία ενός υγιούς εμβρύου.
Πολύ συχνά, τα ινομυώματα και οι πολύποδες μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολές και τότε απαιτείται η αφαίρεσή τους ώστε ν ανοίξει ο δρόμος για μια ομαλή εγκυμοσύνη.
Σε όλες τις περιπτώσεις η ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο την επομένη ή και το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το προϊόν οποιασδήποτε αφαίρεσης δίνεται για βιοψία.
Υπάρχουν όμως και σοβαρές αντενδείξεις.
Η μέθοδος δεν εφαρμόζεται όταν υπάρχει εγκυμοσύνη εν εξελίξει ή όταν υπάρχει λοίμωξη στην περιοχή του κόλπου, ή του ουροποιητικού συστήματος.
Όσον αφορά το ποια είναι η καλύτερη στιγμή για την επέμβαση, οι χειρουργοί γυναικολόγοι συγκλίνουν στις πρώτες μέρες μετά το τέλος της εμμήνου ρύσεως.
Η προετοιμασία απαιτεί η ασθενής να μην έχει φάει ή να έχει πιεί οτιδήποτε για 8 τουλάχιστον ώρες πριν την επέμβαση και αυτό λόγω της αναισθησίας που θα πάρει.
Επιπλέον, συστήνεται η λήψη αντιβίωσης δύο ημέρες πριν την επέμβαση.
Η επέμβαση δεν διαρκεί πάνω από 30 λεπτά και όπως τονίστηκε, είναι ανώδυνη.
Παράλληλα, υπάρχει περίπτωση να παρουσιαστεί μικρή αιμορραγία για μία έως δύο ημέρες μετά την επέμβαση. Κάτι που θεωρείται απολύτως φυσιολογικό και μέσα στα πλαίσια της επέμβασης.
Η υστεροσκόπηση είναι επέμβαση που γίνεται σε οργανωμένα νοσοκομεία και όχι στο ιατρείο.
Έχει λύσει τα χέρια των γιατρών αλλά και των ασθενών με χρόνια προβλήματα και ειδικά όταν δημιουργούνται προβλήματα υπογονιμότητας.
Το σημαντικό είναι ότι από τη στιγμή που θα υπάρξει διάγνωση, πρέπει να γίνει και η επέμβαση.
Κυρίως για να μην υπάρξουν άλλες καταστάσεις κακοήθειας που σίγουρα θεωρούνται πιο επώδυνες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, ένας ετήσιος έλεγχος στον γυναικολόγο είναι η καλύτερη εγγύηση για την υγεία του ενδομητρίου.